σκυλοκέφαλος

σκυλοκέφαλος
η , ο имеющий собачью голову, собакоголовый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκυλοκέφαλος" в других словарях:

  • σκυλοκέφαλος — ο, Ν 1. αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με κεφάλι σκύλου, κυνοκέφαλος 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σκυλοκέφαλοι (λαογρ.) α) ονομασία μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την παράδοση είχαν σώμα και φωνή ανθρώπου και κεφάλι σκύλου και κατοικούσαν… …   Dictionary of Greek

  • σκυλοκέφαλος — η, ο αυτός που έχει κεφάλι που μοιάζει με το κεφάλι του σκυλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»